- σακχαροδοχείο
- το, Ντο ζαχαροδοχείο, η ζαχαριέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. σακχαροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακχαροδόχη — η, Ν η ζαχαριέρα, το σακχαροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek